|
очищать от листьев (чаще маслины) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово очищать от листьев? — κουρώ как с (ново)греческого переводится слово κουρώ? — очищать от листьев — χολαιμία — βοηθητικός — εξαγνίζω — γονατισμένος — αποφοιτώ — αθανασία — καλωδιακός — βιτριόλι — συνευρίσκομαι — φώτιση — στόρι — τραινάρω — διακολύμβηση — λυντσάρισμα — σπείραμα — τροπωτήρ — γελοιογράφος — παρακμή — πιθανός — ανωμαλία — φανοποιείο |
|||