|
το 1) руль (автомобиля); 2) волан (на женском платье) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово руль? — βολάν как на (ново)греческом будет слово волан? — βολάν как с (ново)греческого переводится слово βολάν? — руль, волан — κουβαλιέμαι — τριακοντάκις — επιμηκύνω — εξαετία — αμμωνοειδή — βαρυβάρβιτος — άλλα — εποχον — περικοκλάδα — βροχάρα — φαφλατάς — εμμελής — σπογγαλιεία — υπέρυθρος — πασχάλιο — αντιθεατρικός — παραφωτίδος — ανεμοδείχτης — συλλεκτικός — τέτοιος — χλωρικός |
|||