|
оспенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оспенный? — ευλογιακός как с (ново)греческого переводится слово ευλογιακός? — оспенный — λάσκα — κατάντια — φανός — εκδίκαση — γλάρος — γνωμίζω — γανωματής — διασκορπιστής — φτωχούλικο — αμβλυωπικός — τόρευμα — φθισιῶ — επεξεργαστής — πυελοπλαστική — μεστωμένος — αψιδώνω — απολύομαι — αλιθοβόλητος — προσονομύζω — επιτροπεία — αέριο |
|||