|
, ~ία η пелёнка; свивальник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пелёнка? — φασκιά как на (ново)греческом будет слово свивальник? — φασκιά как с (ново)греческого переводится слово φασκιά? — пелёнка, свивальник — ισοχρονισμός — φεγγαριάτικα — υπομονή — υδροχρωματιστής — προβατοκομία — ζημίωμα — βλοσυρός — φυλακισμενος — θεαματικός — κόπωση — Πέρσης — αριθμογραφία — ανακατεύομαι — ανεκτικός — τόρευμα — διαδρομέας — διοικητής — ανθοκαλλιέργεια — ακράτητα — συναγείρω — αυξομειώ |
|||