|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άλικο? — — εικοσαράκι — φαρμακοδυναμική — σιτάρκης — γάργαρος — δόντι — εφταήμερος — δισεκατομμυριούχα — ενδοδαπέδιος — υπερθρασύνομαι — τρωτότητα — μακρολογώ — τύλωμα — ημιδιάμετρος — οπλίζομαι — κάτεργο — οχεύω — τιττύβισμα — εύθετα — εξόφθαλμα — ανασκοπώ — υπερπαραγωγή |
|||