|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γούβωμα? — — ντοματοσαλάτα — τριπόδι — κιτροπαραγωγός — φώκια — ξεποδαριάζω — ήμαρτον — ψηφώ — υττέρβιο — σουπιέρα — οινοβαφής — ανομμένος — ισοβαθής — συγκαμένος — μπάζα — χωρομετρώ — πρωτομάστορης — πιλαλώ — ξαναμηνώ — δοξαρίζω — ρέγουλα — επιστατώ |
|||