|
το роза #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово роза? — ρόδο как с (ново)греческого переводится слово ρόδο? — роза — ασβεστόλιθος — εκπλάτυνση — μεταλλειολόγος — φίλδισι — γκελεμπία — ριζόκαρπος — περίτεχνος — ρακοφόρος — συγύρισμα — επήλθα — ομόδοξος — δεξά — γλυκομουρμουρίζω — μεμβράνη — σκεπτικότης — διαπηδώ — μαντράχαλος — νεογιλός — άρση — κεφαλάκι — λύτρωμα |
|||