|
το ров, канава #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ров? — χαντάκι как на (ново)греческом будет слово канава? — χαντάκι как с (ново)греческого переводится слово χαντάκι? — ров, канава — εμβολιάζω — λουβιάζω — αντεπίτροπος — αρσίζικος — ανικανοποίητος — στυγνός — γυφτουλασιά — σπαλέτα — επιδεκτικότητα — υίοθέτηση — ξυλοπάλιος — σκατώνω — εποίκιση — καρβοονιάρικος — υπογαστρικός — ξηροβατικός — αποχωρώ — αστράβωτος — σμύρνα — κακολογώ — υδρογραφικός |
|||