Новогреческий словарь
βουβάλειος
βουβάλει|ος
буйволовый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
буйволовый
? —
βουβάλειος
как с
(ново)греческого
переводится слово
βουβάλειος
? — буйволовый
#
(ново)греческий словарь
—
ραδιενεργός
—
φαγοκύτταρο
—
μακροσκοινίζω
—
προεδρεία
—
Λονδρέζος
—
αεροπλάνο
—
αγεφύρωτος
—
ανιδρύω
—
γαλβανόμετρο
—
σχήμα
—
ελαφήσιος
—
ειδωλολάτρις
—
οφθαλμόρροια
—
τεντώνομαι
—
αμλέτιος
—
πολυκτήμων
—
γαλακτοτρέφω
—
τροπή
—
ηφαιστειογενής
—
επιχαλκώνω
—
στρατιωτικοποίηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве