Новогреческий словарь
καλωδιωμένος
καλωδιωμένος
подключенный кабелем
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλωδιωμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δεκαεξαετία
—
θετικισμός
—
αχυρύ
—
τοίχωμα
—
συμμαζώνω
—
ασυρματιστής
—
ανεγορά
—
μεταξοτυπία
—
ανεμώνη
—
ψαριά
—
εγκιβωτισμένος
—
χιλιοειπωμένος
—
βουρκόνερο
—
σοτάρω
—
πήχυς
—
μάντεμα
—
προβλεπτικότητα
—
ιαματικός
—
ασύζευκτος
—
Παράκλητος
—
αλέκιθος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве