|
подключенный кабелем #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καλωδιωμένος? — — κυλίνδρισμα — ολόσκεπος — δεκάχρονος — οδηγητικός — πατριωτισμός — σιλό — ελεφαντοστόλιστος — γενναιόδωρος — γατόψαρο — δεκαπλασίασμός — αγιόνερο — φράσσω — προπετής — τριγωνικός — μαγνητοσκοπώ — ακιγκλίδωτος — βιοτεχνικος — μάντευμα — καυστικότητα — πατρόθεν — πρεσβυτικός |
|||