καλωδιωμένος

формы словаβ
καλωδιωμένος

подключенный кабелем



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово καλωδιωμένος? —


κυλίνδρισμαολόσκεποςδεκάχρονοςοδηγητικόςπατριωτισμόςσιλόελεφαντοστόλιστοςγενναιόδωροςγατόψαροδεκαπλασίασμόςαγιόνεροφράσσωπροπετήςτριγωνικόςμαγνητοσκοπώακιγκλίδωτοςβιοτεχνικοςμάντευμακαυστικότηταπατρόθενπρεσβυτικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit