|
1) безжелтковый (о яйце); 2) непитательный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безжелтковый? — αλέκιθος как на (ново)греческом будет слово непитательный? — αλέκιθος как с (ново)греческого переводится слово αλέκιθος? — безжелтковый, непитательный — στενοχωρούμαι — ανυπόγραφος — πολλαπλασιασμός — κρανιομετρικός — ζεματάω — πονόκαρδος — αγορίνα — δεσμευτικός — συνυπάρχω — συμφεροντολόγος — γόμφος — σαφρακιασμένος — δράστις — λιμεναρχώ — επαγωγεύς — αγριόξυλο — πνευμονοπάθεια — ψυχοτεχνία — μπριζολίτσα — ιερόσυλος — μονοπληγία |
|||