Новогреческий словарь
επιτραπέζιος
επιτραπέζι|ος
1)
столовый
;
~α σκεύη — столовая посуда
;
~ο κρασί — столовое вирго
;
~α σταφύλια — столовый виноград
;
2)
настольный
;
~ο ρολόγι — настольные часы
;
~α λάμπα — настольная лампа
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
столовый
? —
επιτραπέζιος
как на
(ново)греческом
будет слово
настольный
? —
επιτραπέζιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιτραπέζιος
? — столовый, настольный
#
(ново)греческий словарь
—
αποτυχαίνω
—
βαλανηφόρος
—
διορατικρός
—
Κεραμείς
—
παραγγελιοδοχικός
—
άλικο
—
Γερμανός
—
μακιγιάρισμα
—
ατμόϊππος
—
αειφόρος
—
γελασιάρης
—
ταχυγραφία
—
ανταμικός
—
αποσύνδεση
—
τοπάζι
—
αλάτινος
—
υδραργύρωση
—
έδωκα
—
αντιρραχιτικός
—
καβαλλίνα
—
ασαρκίο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,