|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έλκυθρο? — — ωκεανοπλοϊκός — νανοϋλικά — αχαλίνωτος — φαρμάκωμα — μπαλκονόπορτα — θυελλώδικος — ηθογραφώ — ανεξίκακος — σαρωμένος — βραχιόνιος — αλάκτιστος — αλεκτόρειος — δελεάζω — στριγγίζω — αμμάτισμα — καρποφορία — γλάκι — θάρρος — προνόμιο — ποταπός — υφάντρια |
|||