|
имеющий горящие глаза #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий горящие глаза? — φλογόφθαλμος как с (ново)греческого переводится слово φλογόφθαλμος? — имеющий горящие глаза — μετεωρολογώ — ανεμόβροχο — γοφί — πηγαίος — μικρεμπόριο — αντάμισσα — γαϊδουρόβηχας — αναντιπροσώπευτος — υπομνημάτιση — αγιάζω — ξεπλατίζω — πολιορκητική — φαντάζω — λόξευση — νοννά — αιρέσιμος — επιτροπεύω — πρωτεργάτης — αντικειμενοποιούμαι — απαρνιούμαι — κατάφορτος |
|||