|
το 1) сдирание шкуры; 2) шкура #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сдирание шкуры? — γδάρμα как на (ново)греческом будет слово шкура? — γδάρμα как с (ново)греческого переводится слово γδάρμα? — сдирание шкуры, шкура — αποκρυστάλλωση — ουίσκι — γυφταρειό — νεκρώνομαι — αρμονίζω — βαρυποινίτισσα — καφτός — ένστικτος — διατροφικός — φουμάδα — αλφαδολάστιχο — απελευθερωτικός — καρκίνος — δυσεπίσχετος — νεύση — σόκ — αμπελοφιλόσοφος — λεμονάδα — αλευροποιείον — γλιστερός — μνήστευση |
|||