|
наступать, наставать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наступать? — εφιστώμαι как на (ново)греческом будет слово наставать? — εφιστώμαι как с (ново)греческого переводится слово εφιστώμαι? — наступать, наставать — ξεκούμπωτος — γυναικών — διαγούμισμα — φωτέϊγ — ευθυγραμμία — αντιμέτρηση — αμπάντα — δίκαιο — συνασπίζω — παράνομα — ρεπουμπλικάνος — αποθεράπευση — μορφασμός — διάπλευση — ανεξαιρέτως — χαιρέτισμα — αναθυμίζω — γκεβελές — αστρονομικός — συμμαχητής — αδαμαντίνη |
|||