|
το раствор; υδαρές (πυκνό) ~ — жидкий (густой) раствор; κεκορεσμένο ~ — насыщенный раствор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раствор? — διάλυμα как с (ново)греческого переводится слово διάλυμα? — раствор — κοσμοπολιτισμός — δεσποτεία — αγελαδοστάσιο — ραντιστήρι — κλαδευτής — έλεος — πράτα — αποσκότεινα — χαλαζοβρόχι — πρωτοβγάζω — ψεκάζω — αλαφρόλογος — σπιλιάδα — στιχούργημα — ιερά — σαβούρρα — σεμινάριο — υπαμοιβή — αποκληρωτικός — υπομιμνήσκω — αταβάνωτος |
|||