|
το хлороформ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хлороформ? — χλωριοφόρμιο как с (ново)греческого переводится слово χλωριοφόρμιο? — хлороформ — νεκρά — Λεβαντίνα — πεταχτός — κιούγκι — νταλγκατζής — φορβιά — συνθλαστήρ — τσαντήρι — χρηματολάτρης — κρεμάστρα — πειθαρχικός — ονειροπλασμένος — διέγερση — τιμωρητέας — γαμπριάτικος — άγγιαγμα — πολυπόθητος — πύργος — γυμνο- — προεδρεία — μειωμένος |
|||