|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φεγγαροκυρά? — — ελληνιστί — βάθρακας — χαρτορρίχτρα — τσουβάλιασμα — κουβέρτα — πρόσμειξη — κώλωμα — νήνεμος — παρατηρητικός — στουρναρόπετρα — βοτρυοειδής — γόσμα — αποκουρά — στεγνωτικός — περαστός — πυριτιοκαλίωση — δασονομείο — γλεντοκόπα — αντιοξυγόνος — εμπόδιση — ασυνάρτητο |
|||