Новогреческий словарь
συσκευιάστρια
συσκευιάστρια
η
упаковщица; расфасовщица
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
упаковщица
? —
συσκευιάστρια
как на
(ново)греческом
будет слово
расфасовщица
? —
συσκευιάστρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
συσκευιάστρια
? — упаковщица, расфасовщица
#
(ново)греческий словарь
—
γαλένα
—
αποθηκευτικά
—
χειραμάξιον
—
μουσικότητα
—
εγγυητικό
—
φλεβοτόμος
—
αλλοί
—
μονόπορτα
—
γωνιάζω
—
τσέλιγγας
—
βρωμόσκυλο
—
παράσειο
—
λαναράς
—
καρυοφύλλι
—
διασταλτικός
—
αμβλύστομος
—
κινηματόγραφος
—
μαλάσσω
—
ησκιερός
—
σκιαζάρης
—
στουμπάω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,