Новогреческий словарь
αναθυμιέμαι
αναθυμιέμαι
1)
вспоминать
;
2)
вспоминать
(о чём-либо приятном)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вспоминать
? —
αναθυμιέμαι
как на
(ново)греческом
будет слово
вспоминать
? —
αναθυμιέμαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναθυμιέμαι
? — вспоминать, вспоминать
#
(ново)греческий словарь
—
υπεραναμονή
—
καμπούριασμα
—
βαβυλώνια
—
ανεύφραντος
—
αποδειλιώ
—
Ελληνίδα
—
πνευμονολόγος
—
λευκοπυρωση
—
απομονωτήριο
—
σύγκαψα
—
ραδιοηλεκτρονική
—
ξυλού
—
πλινθοκεραμοποιία
—
γύρεψη
—
πετροβολώ
—
στραβοτιμονιά
—
αφάγανος
—
γαλατοκρέμμυδο
—
γαστρεκτομή
—
απρολόγιστος
—
καταπόρφυρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве