Новогреческий словарь
εμπνέω
εμπνέω
??? внушать доверие
;
χαίρω τής ~ς κάποιου — пользоваться (__чьим-л.__) доверием
;
κάνω κατάχρηση (или καταχρώμαι) τής ~ς κάποιου — злоупотреблять (__чьим-л.__) доверием
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
внушать доверие
? —
εμπνέω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμπνέω
? — внушать доверие
#
(ново)греческий словарь
—
μεμψίμοιρος
—
ιεραποστολή
—
σημαιοστολίζω
—
λεπτόρρευστος
—
ανθενωτικός
—
βρωματοχημεία
—
ουτοπισμός
—
γερακήσιος
—
λογοκριτικός
—
άμεμπτος
—
επιστολοζύγιο
—
καϊσί
—
καλλιτσάγγαρος
—
ισοϋψής
—
φασματογράφος
—
αντισήκωμα
—
πολεμίστρα
—
κουράδα
—
γροικώ
—
γεροντοκόριτσο
—
κορίτσαρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве