|
ο благопристойность (чаще притворная) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово благопристойность? — καθωσπρεπισμός как с (ново)греческого переводится слово καθωσπρεπισμός? — благопристойность — σούρουπα — γινατσιάρικα — εκατοχρονίτισσα — αντενδείκνουμαι — επισύναψη — σχοινόπλεκτος — αηδονολαλιά — προβληματίζομαι — φαλλίτιδα — υπαστυνόμος — βαρύθυμα — μεταφυτεύω — σαμπάνια — πετρελαιοφόρο — σωτέ — γαλατόπετρα — ανάμα — σταγονόμετρο — δασεία — σβουνιά — γιορμάς |
|||