Новогреческий словарь
οργιλότητα
οργιλότητα
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
οργιλότητα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
άφιξη
—
σάπων
—
ανυπέρβλητος
—
βραδύπορος
—
μπόχα
—
αίρω
—
μυρέψημα
—
φαρμακοκινητική
—
φθείρομαι
—
ολόημερος
—
έγκωπον
—
ελαιέμπορος
—
υδρομετέωρα
—
εργοδοτικός
—
ερετικόν
—
ενσώματος
—
δεξίωση
—
ρετσινόλαδο
—
μυοκτόνος
—
διακομίζω
—
μακροημερεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве