Новогреческий словарь
τετρακέφαλος
τετρακέφαλος
четырёхглавая мышца бедра
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
τετρακέφαλος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λυκανθρωπία
—
δαιμόνισμα
—
δυσαπόκτητος
—
μαχαιρένιος
—
προσπίπτω
—
αναδώνω
—
αφηνιασμένος
—
αμουνούχιστος
—
κράτηση
—
θαλασσοκράτορας
—
βρώμος
—
πaτρόνα
—
παραδοξολογία
—
αποθεράπευση
—
ρευστοποιώ
—
αζωτούχος
—
επτάχρους
—
νυμφεύομαι
—
σκουπιδιάρισσα
—
μονιμοποιώ
—
πουλαδίτσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве