Новогреческий словарь
διογκωτικός
διογκωτικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διογκωτικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
απλάδι
—
ιδιότυπα
—
ενανθρωπώ
—
αγριόγαλλος
—
ασταχοφόρος
—
άχροια
—
φθογγογραφία
—
συμπαιγνία
—
ισραηλίτισσα
—
ξέζωστος
—
κακοστόμαχος
—
μαλάκιο
—
αγορανομία
—
ορίζουσα
—
απαίσιος
—
μοναρχικός
—
ημιρραγής
—
χαβανόχερο
—
ρήτρα
—
αιματοποίηση
—
κατόρθωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве