Новогреческий словарь
καλλιεργητής
καλλιεργητ|ής
ο
земледелец, крестьянин
;
η γή στούς ~ές της! — [phrase]земля - крестьянам![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
земледелец
? —
καλλιεργητής
как на
(ново)греческом
будет слово
крестьянин
? —
καλλιεργητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλλιεργητής
? — земледелец, крестьянин
#
(ново)греческий словарь
—
ανοίγω
—
παιδοψυχίατρος
—
κωλότριχα
—
μπουκέττο
—
Γέννα
—
αδραχτιάζω
—
γόμαρος
—
απετάλωτος
—
αυτόγραφος
—
διακένωσις
—
άνοια
—
κατασχέτω
—
αποκρατικοποιούμαι
—
τρισεγγόνη
—
αρθρογραφία
—
γροικώ
—
ντεβετζής
—
τσαγκαράδικο
—
λανθάνω
—
μαραζώνω
—
προφυλακιστέος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве