Новогреческий словарь
στυφάτο
στυφάτο
το кул.
штуфат
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
штуфат
? —
στυφάτο
как с
(ново)греческого
переводится слово
στυφάτο
? — штуфат
#
(ново)греческий словарь
—
δεκάχρονα
—
βατοκόπια
—
παγωνιέρα
—
άρμη
—
φαφλατάρισμα
—
κάτοχος
—
πλημμελειοδικείο
—
εμφιάλωση
—
τετραετής
—
παίζω
—
σκυλόμουτρο
—
ανεμόσαρκος
—
κόλληση
—
χαράτσι
—
ψυχοσύσταση
—
αμεταφόρητος
—
κουτριά
—
αισχρολόγος
—
μηχανοτεχνίτης
—
στυφά
—
εκτροχιάζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве