|
перламутровый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перламутровый? — συντεφένιος как с (ново)греческого переводится слово συντεφένιος? — перламутровый — υπερεντείνω — προαποβιώ — αφρορροώ — αμάρτημα — νεώτερα — προσήνεμος — αμμάστος — θεράπευση — παθολογικός — αναγερτά — ψυχασθενής — λογγώνω — ζερδαλί — απόπνιξη — αποσκάφτω — εθελοθυσία — αναιρέτης — στροβιλοαντιδραστήρας — ξεμώραμα — οργανικά — ανασκευαστικός |
|||