|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δεντροκομία? — — λιοτρίβι — περπέρα — αργένης — αχνοβολή — γεάνθραξ — κατακύρωση — μυρρωνικός — αλατίζω — υδροδιαλυτός — πεζολόγος — άσπονδος — βενζίνη — τρώκτης — λεμονέλαιο — αλείφτω — δάσυνση — αντικομματικά — μπασμένος — σκηνογραφώ — αντιλάμπω — ενοποιώ |
|||