Новогреческий словарь
ανεπάνδρωτος
ανεπάνδρωτ|ος
без человека на борту
;
~η αποστολή διαστημοπλοίου — запуск космического корабля без человека на борту
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
без человека на борту
? —
ανεπάνδρωτος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανεπάνδρωτος
? — без человека на борту
#
(ново)греческий словарь
—
επωφελούμαι
—
σταλαξιά
—
ανοιχτά
—
χιόνι
—
αναγουλιαστικός
—
σπιθούρι
—
αναστρέφω
—
μποσικάρω
—
πυροφοβία
—
ξενόδουλος
—
οδοντοκεραμική
—
διάμεσον
—
απειροκαλία
—
ασύλληπτος
—
αναβατήρας
—
συντονισμένος
—
ποικιλόχρωμος
—
μελισσοβούϊσμα
—
σλαυόφιλος
—
αναθεραπεύω
—
σουρομαλλιάζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве