|
парнокопытный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово парнокопытный? — διδάκτυλος как с (ново)греческого переводится слово διδάκτυλος? — парнокопытный — δημοφιλής — σκατά — λιβαδάκι — σκαπτικά — ανισομερής — μηλόταρτα — ανεκλάλητος — αρματώνω — χονδρίλλη — σηρικό — επευφήμηση — ιδικός — αντώνυμο — θυμίαμα — γαλακτοπαραγωγός — εγκυρότητα — προξενείο — αδέσποτο — δισκοβολώ — μπρούμυτα — καστόρι |
|||