Новогреческий словарь
βοηθητικά
βοηθητικά
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βοηθητικά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ποικιλόπτερος
—
στανιό
—
άνοδος
—
σκαρπέλλο
—
λεωφορειούχος
—
ιζηματογένεση
—
εκκωφαίνω
—
φυτοζωία
—
φεγγαράδα
—
μαγαζάτορας
—
βουτυράτος
—
ασβεστωτής
—
ανακαούρα
—
σπυριάρης
—
οπώδης
—
εξηκονταετηρίς
—
κοταμετρητό
—
εκχυλισματικός
—
αδιαφιλονίκητος
—
ρόδινος
—
επαφίεμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве