Новогреческий словарь
διαψύχω
διαψύχω
(αόρ. διέψυξα, παθ. αόρ. διεψύγην)
охлаждать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
охлаждать
? —
διαψύχω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαψύχω
? — охлаждать
#
(ново)греческий словарь
—
αποχή
—
εκχείλιση
—
ραμφισμός
—
ευτράπελος
—
ακανθία
—
αποπομπή
—
ονομαστικό
—
μασχαλίζω
—
υδρολόγος
—
υπακούω
—
υπολήπτομαι
—
γυναικοθέσι
—
ξαναγαπίζω
—
ροδοδάφνη
—
ναύλοχος
—
μέσα
—
ανταρίζω
—
οξύϊνος
—
πρωτεΐνες
—
κολιός
—
πυουρία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве