Новогреческий словарь
σεχταρισμός
σεχταρισμός
ο
сектантство
(перен.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сектантство
? —
σεχταρισμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σεχταρισμός
? — сектантство
#
(ново)греческий словарь
—
φαλίρω
—
τιμωρητικός
—
λειβαδοπέρδικα
—
άλογα
—
σμίξιμο
—
χείλος
—
χάροντας
—
ελαιοπιεστήριο
—
σακάς
—
αναδημοπρασία
—
αιματεμεσία
—
εκειδά
—
εγκόλπιος
—
γιαμάς
—
έμπυον
—
καταστηματάρχης
—
αλωπεκή
—
ατύφλωτος
—
ηλικιώτης
—
αναθαρρεύω
—
κλεισιάς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве