|
το бензол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бензол? — βενζόλιο как с (ново)греческого переводится слово βενζόλιο? — бензол — λατρευτός — άπλα — σαπουνόπετρα — αλουποτόμαρο — τουμπανιασμένος — πεταξιά — ισπανικά — απειροπληθής — σώζομαι — φιλαδελφία — κρείσσων — απαικτος — αρίδι — σιδερωμένος — κολπώδης — απόξω — σεχταριστικά — ξεθαρρεύομαι — ευκίνητος — μεσιακά — μοναχιάζομαι |
|||