Новогреческий словарь
παυσίπονο
παυσίπονο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
παυσίπονο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σκολίωση
—
εκλήθη
—
μεταξοκλωστή
—
ονειδιστικός
—
κατηφένιος
—
χωριατόπαιδο
—
ωροσκοπία
—
φλογώδης
—
υπνοβάτης
—
υπνιάρης
—
μυδράλλιον
—
αδερφοδιώχτης
—
ανισόρροπος
—
καινοτομία
—
εμπηγνύω
—
ωκυτόκιος
—
αγριομούλαρο
—
γκεβεζιλίκι
—
πεντάρα
—
χιονίστρα
—
κοραλλιοθήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве