Новогреческий словарь
παλικαριά
παλικαριά
1. смелость, удаль
2. молодцы (юноши)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
παλικαριά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ρηγοπούλα
—
γυνή
—
συμποσιάρχης
—
γκαβούλιακας
—
ψιθυριστός
—
αλαλαχή
—
αποθαρρύνομαι
—
αλογοσκούφης
—
οξέωση
—
ζημιά
—
γαστρεντερολογία
—
αντινομιστής
—
σκυλιάζω
—
επισκοπώ
—
δυσαρθρία
—
υψαύχην
—
παξιμαδιάζω
—
διάθλαση
—
ευφυολογία
—
εικότως
—
εξηναγκασμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве