|
η автомобильные гонки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово автомобильные гонки? — αυτοκινητοδρομία как с (ново)греческого переводится слово αυτοκινητοδρομία? — автомобильные гонки — χορείος — αλγεινότητα — κορκός — κωνοφόρος — ανυπομόνητος — συνεισηγητής — βεδούρι — πεφωτισμένος — κατεπανάτο — αντικατηγορία — τετραετία — αδιάβροχο — ηλιοστάλαχτος — αναστημόμετρο — υδατάνθρακας — βουτηχτός — κακοτεχνία — ραμφίζω — χτενίδια — φαλτσαριστός — αρένα |
|||