|
(мн. -ϋδες) ο стиляга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стиляга? — τεντυμπόϋς как с (ново)греческого переводится слово τεντυμπόϋς? — стиляга — ανατάραξη — ψιμάδι — καγκουρό — στάρπη — επωάζω — αγριέλι — σύμμετρος — επικούρειος — αμπής — γιορτολόγημα — τροχοπέδηση — πουστάρα — επιδόρπιος — γλυκύτητα — πλάσσω — καλλιτέχνης — θύμος — χαλκίτιδα — περγαμόντο — τυπολατρεία — επιπλοποιείο |
|||