|
способный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово способный? — τσίφτικος как с (ново)греческого переводится слово τσίφτικος? — способный — λάβρος — ξηροβατικά — ακονιστής — καθαρίζω — στενογράφηση — μοντερνιστικά — ξεβλάσταρο — αμπέλι — θραύση — βροχομετρικός — λησμονητής — εμπεδώνω — διαφιλονείκία — αρματώνω — πλινθοποιία — μουχρώνει — εγκατάσταση — φιδόγλωσσα — ακορνίζωτος — καρδιά — υπερτιμώ |
|||