Новогреческий словарь
συγγραφικός
συγγραφικός
писательский; авторский
;
~ά δικαιώματα — авторское право
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
писательский
? —
συγγραφικός
как на
(ново)греческом
будет слово
авторский
? —
συγγραφικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγγραφικός
? — писательский, авторский
#
(ново)греческий словарь
—
βομβυκόσπορος
—
πειναλέος
—
πίκρισμα
—
επαυξάνω
—
προσονάχωμα
—
ασβεστώνω
—
αζευγάριαστος
—
μαστοράντζα
—
πολιτεία
—
νευρασθένεια
—
δεντρώνω
—
υπερόπτης
—
κορνιζάς
—
ατμήλατος
—
καματάρισσα
—
τρισχιλιετής
—
αλεπτούργητος
—
μάζευμα
—
νομικώς
—
επικός
—
χειροποίητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве