|
το сумерки [xarf]Το Λυκόφως των Θεών[/xarf] — сумерки богов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сумерки? — λυκόφως как с (ново)греческого переводится слово λυκόφως? — сумерки — βαρυστομαχιάζω — κλωστοϋφαντική — μπακίρα — ωθώ — δικαιολογώ — βαστάχτρα — στίλβωμα — λιγομίλητος — δωδεκάμισυ — μωραίνομαι — εξοντώνομαι — ψηφιδωτό — έρρε — ξεσελώνω — μελάτη — ενυπόθηκος — αβύθιστος — ψευδολογία — σύστρεψη — άσυλο — δευτερότοκος |
|||