|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρμιριά? — — επίζηλος — γκέττα — καναρίνη — ενδέχεται — ημιαποικία — απογευματινός — ανορθώνομαι — πυραυλάκατος — πόζα — διουρητικός — λεπτοκαρυέλαιον — εντερικά — ξυλεμπόριο — συναπάρτισμα — αντιληφθείς — λιγωμάρα — σαπιολέμονο — γοργόκαιρος — αυτοκίνητο — σαρανταρίζω — καταδολίευσις |
|||