|
ο коллаборационизм #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коллаборационизм? — δωσιλογισμός как с (ново)греческого переводится слово δωσιλογισμός? — коллаборационизм — πόζα — παίς — έπαρμα — αψοχούλευτος — διεκχέο — φουρναριό — άπλωση — εξέδραμον — αρχικλέφτρα — αδικοπλούτισμα — ενστασιολογία — αναβρασμένος — μυροφόρος — κινεζικά — πότασσα — καταμήνια — πολυφίλητος — εγκατοπτρισμός — αγγλοθρεμμένος — αναδώνω — γέμω |
|||