Новогреческий словарь
ανατρομάζω
ανατρομάζω
(αόρ. ανατρόμαξα) 1.
пугать
;
2.
пугаться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пугать
? —
ανατρομάζω
как на
(ново)греческом
будет слово
пугаться
? —
ανατρομάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανατρομάζω
? — пугать, пугаться
#
(ново)греческий словарь
—
αγκαστριά
—
αποχωρισμός
—
οδοντόκρεμα
—
σοροπιάζω
—
συμφιλιώτρια
—
λαϊκότητα
—
πρύμος
—
αναμορφωτικός
—
ανεπίστρεπτος
—
αυτοβδελυγμία
—
ψυλλιάζομαι
—
πέπλος
—
καλό
—
μηκηθμός
—
ένας
—
ρυπαρογραφώ
—
κοντοβολεύω
—
παρέλευση
—
φατριαστικός
—
βυρσοδεψείο
—
μικροοργανισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве