|
подготовить (__кого-л.__) к мысли (о чём-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подготовить к мысли? — προϊδεάζω как с (ново)греческого переводится слово προϊδεάζω? — подготовить к мысли — κρυφοκοίταγμα — Μακεδόνισσα — λαογράφος — εμβολο — τρυγόνι — αυτοματοποίηση — εγνωσμένος — διαπηγνύω — κλειδωνάς — ξεγνοιάζομαι — συγκυριότητα — κατιμάς — ραφτόπουλο — πτωχαίνω — ντούζικο — ανημποριάζω — ξερόβηχας — ενόρκως — νεφρίδιο — ένδοση — διμηνιαίος |
|||