|
ростовщический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ростовщический? — τοκογλυφικός как с (ново)греческого переводится слово τοκογλυφικός? — ростовщический — φουκαριάρικος — αέρι — φρυγείο — γιορτάζω — περιαρπάζω — αρνήτρια — γλοιός — νωθρότητα — κοκκινοβολώ — παραπροϊόντα — δωσίδικος — χοιραδικός — ακοινοποίητος — βυνοποίηση — οίκος — αμυγδαλογαλα — βορείως — ετοιμοπόλεμος — γαλέτα — σύμμειξη — προσβλημένος |
|||