Новогреческий словарь
αλείπτης
αλείπτης
ο
смазчик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
смазчик
? —
αλείπτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλείπτης
? — смазчик
#
(ново)греческий словарь
—
συνώνυμος
—
αντιπαρατάσσω
—
τελεσίδικα
—
ορυζών
—
ουρολοίμωξη
—
γιούρια!
—
νυφίας
—
εναντιοφανής
—
προσωπολήπτης
—
εκβαθύνω
—
βυζαίνομαι
—
επιτομή
—
ποντικίνα
—
ριζίδιον
—
στασιαστικός
—
συζευγνύω
—
οικειότητα
—
πρωτόκλητος
—
θερμοηλεκτρικός
—
καλοκάρδισμα
—
ξεροσταλιάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве