|
ο смазчик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смазчик? — αλείπτης как с (ново)греческого переводится слово αλείπτης? — смазчик — μπριλλάντι — επανήλθον — σαμάρι — κακόφημος — υπέρξηρος — μετάγω — μικράκι — δαφνοστεφάνι — παραλογιάζω — γερωσύνη — σωλήνα — μουδιάζω — ακοκκίνιγος — ακωμώδιστος — σφαγέας — σκερτσόζα — ίσκα — βιβλιονόμος — αυτοκινητοβιομηχανία — απογκρεμίζω — βαθιοκοιμίζω |
|||