|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово απροσμέτρητος? — — ενώνομαι — ψυχωτικός — προσκοπικά — αγνωστικιστικός — κακαδιάζω — βρυόφυτα — περσινός — βροχόμετρο — συναυτουργός — αρνά — παραγκωνίζομαι — περιορίσιμος — ερινιάζω — αντιπροσώπευση — δελέασμα — νυφιάτικος — ξεσκέπασμα — αλλοτριοφαγία — μονόδραχμο — τσιμπώ — αντιπερικόχλιο |
|||